μηχανοστάσιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μηχανοστάσιο | τα | μηχανοστάσια |
| γενική | του | μηχανοστασίου & μηχανοστάσιου |
των | μηχανοστασίων |
| αιτιατική | το | μηχανοστάσιο | τα | μηχανοστάσια |
| κλητική | μηχανοστάσιο | μηχανοστάσια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μηχανοστάσιο ουδέτερο
- (τεχνολογία), (μηχανολογία): ο χώρος (κτήριο ή άλλη εγκατάσταση) όπου είναι εγκατεστημένες οι κύριες μηχανές ενός εργοστασίου, κ.λπ.
- (σιδηροδρομικός όρος): ο χώρος στάθμευσης - συντήρησης - επισκευής των μηχανών έλξης ή άλλων των τροχιοδρομικών ή σιδηροδρομικών οχημάτων.
- (ναυτικός όρος): το διαμέρισμα όπου είναι εγκατεστημένες οι μηχανές ενός πλοίου.
- ο καπετάνιος κατέβηκε στο μηχανοστάσιο μαζί με τον πρώτο μηχανικό.
Μεταφράσεις
μηχανοστάσιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.