μηχανουργικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μηχανουργικός η μηχανουργική το μηχανουργικό
      γενική του μηχανουργικού της μηχανουργικής του μηχανουργικού
    αιτιατική τον μηχανουργικό τη μηχανουργική το μηχανουργικό
     κλητική μηχανουργικέ μηχανουργική μηχανουργικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μηχανουργικοί οι μηχανουργικές τα μηχανουργικά
      γενική των μηχανουργικών των μηχανουργικών των μηχανουργικών
    αιτιατική τους μηχανουργικούς τις μηχανουργικές τα μηχανουργικά
     κλητική μηχανουργικοί μηχανουργικές μηχανουργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μηχανουργικός < μηχανουργία / μηχανουργός + -ικός

Επίθετο

μηχανουργικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.