μηχανουργός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μηχανουργός | οι | μηχανουργοί |
| γενική | του | μηχανουργού | των | μηχανουργών |
| αιτιατική | τον | μηχανουργό | τους | μηχανουργούς |
| κλητική | μηχανουργέ | μηχανουργοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /mi.xa.nuɾˈɣos/
Ουσιαστικό
μηχανουργός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.