μηχανουργός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μηχανουργός οι μηχανουργοί
      γενική του μηχανουργού των μηχανουργών
    αιτιατική τον μηχανουργό τους μηχανουργούς
     κλητική μηχανουργέ μηχανουργοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μηχανουργός < μηχανή + -ουργός (< ἔργον)

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.xa.nuɾˈɣos/

Ουσιαστικό

μηχανουργός αρσενικό ή θηλυκό

(επάγγελμα)
  1. τεχνίτης ή τεχνικός, ειδικός στην επιδιόρθωση των μηχανών
  2. μηχανοχειριστής, τεχνίτης ή τεχνικός ειδικός, στο χειρισμό των μηχανών
  3. σχεδιαστής μηχανών, μηχανικός σχεδιασμού μηχανών

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.