μηχανοργάνωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μηχανοργάνωση | οι | μηχανοργανώσεις |
| γενική | της | μηχανοργάνωσης | των | μηχανοργανώσεων |
| αιτιατική | τη | μηχανοργάνωση | τις | μηχανοργανώσεις |
| κλητική | μηχανοργάνωση | μηχανοργανώσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /mi.xa.noɾˈɣa.no.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μη‐χα‐νορ‐γά‐νω‐ση
Ουσιαστικό
μηχανοργάνωση θηλυκό
- (πληροφορική) η χρησιμοποίηση ηλεκτρονικών υπολογιστών και άλλων δικτυωμένων συσκευών για την οργάνωση επιχειρήσεων και οργανισμών
Συγγενικά
- μηχανοργανώνω
- μηχανοργανωμένος
- → δείτε τις λέξεις μηχανή και οργανώνω
Μεταφράσεις
μηχανοργάνωση
Αναφορές
- μηχανοργάνωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.