μηχανορράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | μηχανορράφος | οι | μηχανορράφοι |
| γενική | του/της | μηχανορράφου | των | μηχανορράφων |
| αιτιατική | τον/τη | μηχανορράφο | τους/τις | μηχανορράφους |
| κλητική | μηχανορράφε | μηχανορράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μηχανορράφος < αρχαία ελληνική μηχανορράφος < μηχανο- + ραφ- (ῥάπτω)
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.