μηχανοδηγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μηχανοδηγός οι μηχανοδηγοί
      γενική του μηχανοδηγού των μηχανοδηγών
    αιτιατική τον μηχανοδηγό τους μηχανοδηγούς
     κλητική μηχανοδηγέ μηχανοδηγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μηχανοδηγός < (μηχανή) μηχαν- + οδηγός

Ουσιαστικό

μηχανοδηγός αρσενικό

  1. (επάγγελμα) τρενοδηγός
  2. (επάγγελμα) οδηγός ή χειριστής κινούμενου μηχανήματος
     δείτε και τη λέξη γερανοδηγός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.