μηχανοτεχνίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μηχανοτεχνίτης οι μηχανοτεχνίτες
      γενική του μηχανοτεχνίτη των μηχανοτεχνιτών
    αιτιατική τον μηχανοτεχνίτη τους μηχανοτεχνίτες
     κλητική μηχανοτεχνίτη μηχανοτεχνίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μηχανοτεχνίτης < μηχανο- + -τεχνίτης

Ουσιαστικό

μηχανοτεχνίτης αρσενικό

  1. (μηχανολογία, επάγγελμα) τεχνίτης εξειδικευμένος σε μηχανές, περισσότερο στην επισκευή και συντήρηση αυτών.
  2. τεχνίτης βοηθός μηχανολόγου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.