μηχανοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μηχανοποίηση | οι | μηχανοποιήσεις |
| γενική | της | μηχανοποίησης* | των | μηχανοποιήσεων |
| αιτιατική | τη | μηχανοποίηση | τις | μηχανοποιήσεις |
| κλητική | μηχανοποίηση | μηχανοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μηχανοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μηχανοποίηση < μηχανή + -ο- + -ποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) mécanisation)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις μηχανοποιώ, μηχανή και ποιώ
Μεταφράσεις
μηχανοποίηση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.