μηχανουργείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μηχανουργείο τα μηχανουργεία
      γενική του μηχανουργείου των μηχανουργείων
    αιτιατική το μηχανουργείο τα μηχανουργεία
     κλητική μηχανουργείο μηχανουργεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μηχανουργείο < μηχαν(ο) + (καθαρεύουσα) -ουργεῖον

Ουσιαστικό

μηχανουργείο ουδέτερο

  • (μηχανολογία): εγκατάσταση κατασκευής ή επισκευής μηχανών

Παράγωγα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.