χειρο-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χειρο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χειρο- < χείρ, θέμα χειρο-
- για παράλληλες μορφές λέξεων με χερο- < λόγια επίδραση στο κληρονομημένο χερο-
- για τους ιατρικούς όρους < (μεταφραστικό δάνειο) διαγλωσσική ορολογία -, [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /çi.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χει‐ρο-
Πρόθημα
χειρο-, χειρό- & χειρ- πριν από φωνήν
- λόγιο πρώτο συνθετικό λέξεων που εκφράζουν κάτι
- που γίνεται με το χέρι ή χρησιμοποιείται χάρη στο χέρι
- χειροπρίονο
- χειρόφρενο
- χειραντλία
- ≠ αντώνυμα: μηχανο-
- που είναι φτιαγμένο από χέρια
- (ιατρική) ασθένειες των χεριών
- λόγια εναλλακτική μορφή του χερο-
- που γίνεται με το χέρι ή χρησιμοποιείται χάρη στο χέρι
Σύνθετα
- χειρο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χειρο- στο Βικιλεξικό
- χειρό- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χειρό- στο Βικιλεξικό
- χειρ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χειρ- στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά
→ δείτε και Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χερο- στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
χειρο-
|
|
Αναφορές
- χειρο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- χειρο-' < χείρ, θέμα χειρο-
Πρόθημα
χειρο-, χειρό- & χειρ- πριν από φωνήν
Σύνθετα
- χειρο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα χειρο- στο Βικιλεξικό
- χειρό- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα χειρό- στο Βικιλεξικό
- χειρ- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα χειρ- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις με χειρ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.