μηχανογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μηχανογραφία | οι | μηχανογραφίες |
| γενική | της | μηχανογραφίας | των | μηχανογραφιών |
| αιτιατική | τη | μηχανογραφία | τις | μηχανογραφίες |
| κλητική | μηχανογραφία | μηχανογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μηχανογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική mécanographie < αρχαία ελληνική μηχανή + γράφω
Ουσιαστικό
μηχανογραφία θηλυκό
- η χρήση μηχανών γραφείου σε γραφείο καθώς και η σχετική επιμελητεία για την προμήθεια του σχετικού εξοπλισμού
- άλλη μορφή του μηχανογράφηση
Συγγενικά
- μηχανογράφος
- μηχανογραφικός
- → δείτε τις λέξεις μηχανή και γράφω
Μεταφράσεις
μηχανογραφία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.