μηχανότρατα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μηχανότρατα | οι | μηχανότρατες |
| γενική | της | μηχανότρατας | — | |
| αιτιατική | τη | μηχανότρατα | τις | μηχανότρατες |
| κλητική | μηχανότρατα | μηχανότρατες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
μηχανότρατα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.