μηχανοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- μηχανοποίηση
- μηχανοποίητος
- → δείτε τις λέξεις μηχανή και ποιώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μηχανοποιώ | μηχανοποιούσα | θα μηχανοποιώ | να μηχανοποιώ | μηχανοποιώντας | |
| β' ενικ. | μηχανοποιείς | μηχανοποιούσες | θα μηχανοποιείς | να μηχανοποιείς | (μηχανοποίει) | |
| γ' ενικ. | μηχανοποιεί | μηχανοποιούσε | θα μηχανοποιεί | να μηχανοποιεί | ||
| α' πληθ. | μηχανοποιούμε | μηχανοποιούσαμε | θα μηχανοποιούμε | να μηχανοποιούμε | ||
| β' πληθ. | μηχανοποιείτε | μηχανοποιούσατε | θα μηχανοποιείτε | να μηχανοποιείτε | μηχανοποιείτε | |
| γ' πληθ. | μηχανοποιούν(ε) | μηχανοποιούσαν(ε) | θα μηχανοποιούν(ε) | να μηχανοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μηχανοποίησα | θα μηχανοποιήσω | να μηχανοποιήσω | μηχανοποιήσει | ||
| β' ενικ. | μηχανοποίησες | θα μηχανοποιήσεις | να μηχανοποιήσεις | μηχανοποίησε | ||
| γ' ενικ. | μηχανοποίησε | θα μηχανοποιήσει | να μηχανοποιήσει | |||
| α' πληθ. | μηχανοποιήσαμε | θα μηχανοποιήσουμε | να μηχανοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | μηχανοποιήσατε | θα μηχανοποιήσετε | να μηχανοποιήσετε | μηχανοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | μηχανοποίησαν μηχανοποιήσαν(ε) |
θα μηχανοποιήσουν(ε) | να μηχανοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μηχανοποιήσει | είχα μηχανοποιήσει | θα έχω μηχανοποιήσει | να έχω μηχανοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μηχανοποιήσει | είχες μηχανοποιήσει | θα έχεις μηχανοποιήσει | να έχεις μηχανοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μηχανοποιήσει | είχε μηχανοποιήσει | θα έχει μηχανοποιήσει | να έχει μηχανοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μηχανοποιήσει | είχαμε μηχανοποιήσει | θα έχουμε μηχανοποιήσει | να έχουμε μηχανοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μηχανοποιήσει | είχατε μηχανοποιήσει | θα έχετε μηχανοποιήσει | να έχετε μηχανοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μηχανοποιήσει | είχαν μηχανοποιήσει | θα έχουν μηχανοποιήσει | να έχουν μηχανοποιήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.