μηχανολόγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | μηχανολόγος | οι | μηχανολόγοι |
| γενική | του/της | μηχανολόγου | των | μηχανολόγων |
| αιτιατική | τον/τη | μηχανολόγο | τους/τις | μηχανολόγους |
| κλητική | μηχανολόγε | μηχανολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μηχανολόγος < απόδοση για την αγγλική mechanical engineer,[1] μηχανο- + -λόγος
Ουσιαστικό
μηχανολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (μηχανολογία, επάγγελμα) ειδικευμένος μηχανικός στην κατασκευή, εγκατάσταση, λειτουργία, επίβλεψη και συντήρηση μηχανών και των συναφών εγκαταστάσεων.
- μηχανολόγος αυτοκινήτων, εξωλέμβιων μηχανών
- μηχανολόγος - ηλεκτρολόγος
- μηχανολόγος ψυκτικός
Μεταφράσεις
μηχανολόγος
|
|
Αναφορές
- μηχανολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.