μηχανολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μηχανολόγος οι μηχανολόγοι
      γενική του/της μηχανολόγου των μηχανολόγων
    αιτιατική τον/τη μηχανολόγο τους/τις μηχανολόγους
     κλητική μηχανολόγε μηχανολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μηχανολόγος < απόδοση για την αγγλική mechanical engineer,[1] μηχανο- + -λόγος

Ουσιαστικό

μηχανολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  • (μηχανολογία, επάγγελμα) ειδικευμένος μηχανικός στην κατασκευή, εγκατάσταση, λειτουργία, επίβλεψη και συντήρηση μηχανών και των συναφών εγκαταστάσεων.
    μηχανολόγος αυτοκινήτων, εξωλέμβιων μηχανών
    μηχανολόγος - ηλεκτρολόγος
    μηχανολόγος ψυκτικός

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.