μαντίλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μαντίλι | τα | μαντίλια |
| γενική | του | μαντιλιού | των | μαντιλιών |
| αιτιατική | το | μαντίλι | τα | μαντίλια |
| κλητική | μαντίλι | μαντίλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

μαντίλι φορεμένο στο κεφάλι
_and_tea_with_lid_at_Yartung_Festival_of_Mustang%252C_Nepal_on_18_August_2008_(cropped).jpg.webp)
μαντίλι φορεμένο γύρω από τον λαιμό

άνδρας με μαντίλι στην τσέπη του σακακιού του
Ετυμολογία
- μαντίλι < ελληνιστική κοινή μαντίλιον (και ἡ μαντήλη, τὸ μαντήλιον, τὸ μανδήλιον) < λατινική mantilium / mantelium, υποκοριστικό του mantile[1] / mantele < manus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *man-
Προφορά
- ΔΦΑ : /manˈdi.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ντί‐λι
Ουσιαστικό
μαντίλι ουδέτερο
- κομμάτι από λεπτό ύφασμα που χρησιμοποιείται για να καλύψει το γυναικείο κεφάλι ή φοριέται στο λαιμό
- κομμάτι από ύφασμα με το οποίο κάποιος σκουπίζει το πρόσωπό του (τα μάτια ή τα χείλη) ή φυσά τη μύτη του
- ※ τα δάκρυά μου είναι καυτά, μου κάψαν το μαντίλι (από τραγούδι του Σταύρου Ξαρχάκου σε στίχους του Βαγγέλη Γκούφα)
Συγγενικά
Υπώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- μαντίλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.