μαντίλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαντίλι τα μαντίλια
      γενική του μαντιλιού των μαντιλιών
    αιτιατική το μαντίλι τα μαντίλια
     κλητική μαντίλι μαντίλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μαντίλι φορεμένο στο κεφάλι
μαντίλι φορεμένο γύρω από τον λαιμό
άνδρας με μαντίλι στην τσέπη του σακακιού του

Ετυμολογία

μαντίλι < ελληνιστική κοινή μαντίλιον (και ἡ μαντήλη, τὸ μαντήλιον, τὸ μανδήλιον) < λατινική mantilium / mantelium, υποκοριστικό του mantile[1] / mantele < manus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *man-

Προφορά

ΔΦΑ : /manˈdi.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαντίλι

Ουσιαστικό

μαντίλι ουδέτερο

  1. κομμάτι από λεπτό ύφασμα που χρησιμοποιείται για να καλύψει το γυναικείο κεφάλι ή φοριέται στο λαιμό
  2. κομμάτι από ύφασμα με το οποίο κάποιος σκουπίζει το πρόσωπό του (τα μάτια ή τα χείλη) ή φυσά τη μύτη του
      τα δάκρυά μου είναι καυτά, μου κάψαν το μαντίλι (από τραγούδι του Σταύρου Ξαρχάκου σε στίχους του Βαγγέλη Γκούφα)

Συγγενικά

Υπώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.