μπούρκα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπούρκα οι μπούρκες
      γενική της μπούρκας των μπουρκών
    αιτιατική την μπούρκα τις μπούρκες
     κλητική μπούρκα μπούρκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπούρκα < (άμεσο δάνειο) αγγλική burqa / burka < χίντι बुरक़ा (burqā) < ούρντου برقع ‎(burqa‘) < περσική برقع < αραβική برقع (burquʿ)

Ουσιαστικό

μπούρκα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.