Μαντιλάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Μαντιλάς
      γενική του Μαντιλά
    αιτιατική τον Μαντιλά
     κλητική Μαντιλά
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μαντιλάς < μαντίλ(ι) + -άς < (ελληνιστική κοινή) μαντίλιον < λατινικά mantilium / mantelium, υποκοριστικό του mantile / mantele < manus < πρωτοϊταλική *manus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *méh₂-r̥- / *mh₂-én-

Κύριο όνομα

Μαντιλάς αρσενικό

  • προσωνυμία του αϊ-Γιώργη (σε ομώνυμο μετεωρίτικο μονύδριο)
      Η παράδοση θέλει έναν Τούρκο που έκοβε ξύλα να καταπλακώνεται από έναν κορμό και να κινδυνεύει η ζωή του. Η γυναίκα του έσπευσε να αφιερώσει στον Άγιο τη μουσουλμανική μαντίλα της. Και έτσι ο Αϊ-Γιώργης έγινε Μαντιλάς. (* εφημερίδα Το Βήμα)
  • ανδρικό επώνυμο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.