Μαντιλάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μαντιλάς | ||
| γενική | του | Μαντιλά | ||
| αιτιατική | τον | Μαντιλά | ||
| κλητική | Μαντιλά | |||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μαντιλάς < μαντίλ(ι) + -άς < (ελληνιστική κοινή) μαντίλιον < λατινικά mantilium / mantelium, υποκοριστικό του mantile / mantele < manus < πρωτοϊταλική *manus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *méh₂-r̥- / *mh₂-én-
Κύριο όνομα
Μαντιλάς αρσενικό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μαντίλι
Μεταφράσεις
Μαντιλάς
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.