μύτη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μύτη οι μύτες
      γενική της μύτης των (μυτών)
    αιτιατική τη μύτη τις μύτες
     κλητική μύτη μύτες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μύτη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μύτη [1]
Μύτη ανθρώπου.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmi.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μύτη

Ουσιαστικό

μύτη θηλυκό

  1. (ανθρώπινο σώμα)όργανο που βρίσκεται στο πρόσωπο ανάμεσα στα χείλη και τα μάτια, προεξέχει από αυτό και έχει δύο εισόδους (τα ρουθούνια) που χρησιμεύουν στην αναπνοή και την όσφρηση
  2. το όργανο της όσφρησης στα θηλαστικά
  3. η ικανότητα της όσφρησης
  4. (μεταφορικά) η ικανότητα να αντιλαμβάνεσαι
    Έχω μύτη εγώ, όλα τα καταλαβαίνω!
  5. προεξοχή, κορυφή, αιχμή
  6. η άκρη, το μπροστινό μέρος
    Περπατούσε στις μύτες των ποδιών. (με τα ακροδάχτυλα)

Εκφράσεις

  • σέρνω απ' τη μύτη / τον σέρνει από τη μύτη: τον ελέγχει απόλυτα, τον κάνει ό,τι θέλει
  • χώνω τη μύτη μου: ανακατεύομαι σε υποθέσεις που δε με αφορούν
  • να μου τρυπήσεις τη μύτη: αυτό που λες δεν πρόκειται να γίνει
  • το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται: όταν κάποιος λόγω μη προσοχής την ΄΄πατάει΄΄ σε κάτι που γνωρίζει
  • σκάω μύτη: εμφανίζομαι, έρχομαι από κάπου ξαφνικά
  • περνάω σε κάποιον το χαλκά από τη μύτη: τον κάνω ό,τι θέλω
  • δε βλέπω (ούτε) τη μύτη μου: δε βλέπω καλά και μεταφορικά δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα
  • σηκώνω μύτη: συμπεριφέρομαι με έπαρση
  • κάτω από τη μύτη μου: χωρίς να το πάρω είδηση
  • με τρώει η μύτη μου: πάω γυρεύοντας να φάω ξύλο εξαιτίας της συμπεριφοράς μου
  • μου τρέχει ή μου στάζει η μύτη: έχω καταρροή
  • έχει μεγάλη μύτη: συμπεριφέρεται με έπαρση, αλαζονεία
  • μου μπήκε στη μύτη: είναι ενοχλητικός με τη συμπεριφορά του ή τις πράξεις του
  • μου έσπασε τη μύτη: για κάτι, που έχει έντονο και ευχάριστο άρωμα (συνήθως καλό φαγητό)
  • μάτωσε ή άνοιξε η μύτη μου: άρχισε να αιμορραγεί η μύτη μου
  • μου βγαίνει κάτι από τη μύτη: για ορισμένη ευχαρίστηση ή ωφέλεια υφίσταμαι μεγαλύτερη στενοχώρια ή ζημία.
  • πέφτουν μύτες: κάνει πολύ κρύο
  • δε μάτωσε ή δεν άνοιξε μύτη: δεν έγινε ο παραμικρός τραυματισμός, τακτοποιήθηκε ειρηνικά η παρεξήγηση ή η διαφορά. (βλ. αντίστοιχη έκφραση: δεν άνοιξε ή δε μάτωσε ρουθούνι)

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
μυτ- 
  • -μύτης Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -μύτης στο Βικιλεξικό

και

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μύτη < αρχαία ελληνική μύτις (το ήπαρ κάποιων κεφαλόποδων, ελληνιστική σημασία: μελάνι σουπιάς) [1]

ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

  • -μύτης Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -μύτης στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά κακομύτης, μπηξομύτης, στραβομύτης

και

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.