τσίπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσίπα οι τσίπες
      γενική της τσίπας
    αιτιατική την τσίπα τις τσίπες
     κλητική τσίπα τσίπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσίπα < σλαβικής προέλευσης tsipa

Ουσιαστικό

τσίπα θηλυκό

  1. η πέτσα
  2. η κρούστα στην επιφάνεια ρευστών ή υγρών (γάλακτος, γιαουρτιού)
  3. λεπτός λιπώδης υμένας γύρω από τα σπλάχνα ζώου
  4. λεπτός λιπώδης υμένας στο πρόσωπο νεογέννητων
  5. (τριγωνικό) μαντίλι (κυρίως κεφαλομάντιλο) γυναικών, τσεμπέρι
    http://openarchives.gr/view/446618
  6. (μεταφορικά) το φιλότιμο, η ντροπή, η συστολή
    αυτός ο άνθρωπος δεν έχει τσίπα, μας κοροϊδεύει πρώτα και μετά κάνει ότι δε συμβαίνει τίποτα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.