τσίπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τσίπα | οι | τσίπες |
| γενική | της | τσίπας | — | |
| αιτιατική | την | τσίπα | τις | τσίπες |
| κλητική | τσίπα | τσίπες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσίπα < σλαβικής προέλευσης tsipa
Ουσιαστικό
τσίπα θηλυκό
- η πέτσα
- η κρούστα στην επιφάνεια ρευστών ή υγρών (γάλακτος, γιαουρτιού)
- λεπτός λιπώδης υμένας γύρω από τα σπλάχνα ζώου
- λεπτός λιπώδης υμένας στο πρόσωπο νεογέννητων
- (τριγωνικό) μαντίλι (κυρίως κεφαλομάντιλο) γυναικών, τσεμπέρι
- (μεταφορικά) το φιλότιμο, η ντροπή, η συστολή
- αυτός ο άνθρωπος δεν έχει τσίπα, μας κοροϊδεύει πρώτα και μετά κάνει ότι δε συμβαίνει τίποτα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
τσίπα
|
→ δείτε τη λέξη ντροπή |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.