μαντίλια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαντίλια | οι | μαντίλιες |
| γενική | της | μαντίλιας | — | |
| αιτιατική | τη | μαντίλια | τις | μαντίλιες |
| κλητική | μαντίλια | μαντίλιες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Γυναίκα με μαντίλια
Ετυμολογία 1
- μαντίλια < παλιότερα μαντίλλια < (άμεσο δάνειο) ισπανική mantilla (προφορά /manˈti.ʎa/) < υποκοριστικό του manto (σάλι) < λατινική mantele[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /manˈti.ʎa/ όπως στα ισπανικά
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαν‐τί‐λια
Ουσιαστικό
μαντίλια θηλυκό
Ετυμολογία 2
- μαντίλια: κλιτικός τύπος
Προφορά
- ΔΦΑ : /manˈdi.ʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ντί‐λια
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
μαντίλια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μαντίλι
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.