μπόλια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπόλια οι μπόλιες
      γενική της μπόλιας
    αιτιατική την μπόλια τις μπόλιες
     κλητική μπόλια μπόλιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπόλια < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπόλια[1] < βενετική imboglia [2]
Δε σχετίζεται το μπόλι.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈbo.ʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπόλια

Ουσιαστικό

μπόλια θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο, ενδυμασία) κεφαλομάντιλο
  2. (λαϊκότροπο) περιτόναιο σφάγιων

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. μπόλια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μπόλια < (άμεσο δάνειο) βενετική imboglia με αποβολή του αρχικού άτονου [i] από συμπορφορά με το άρθρο [1] (την μπόλια)

ζητούμενο λήμμα

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.