χιτζάμπ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
χιτζάμπ ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός) παραδοσιακό κεφαλομάντιλο των μουσουλμάνων γυναικών, με το οποίο καλύπτουν τα μαλλιά και τον λαιμό
Υπερώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.