σουδάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σουδάρι τα σουδάρια
      γενική του σουδαριού των σουδαριών
    αιτιατική το σουδάρι τα σουδάρια
     κλητική σουδάρι σουδάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σουδάρι < (ελληνιστική κοινή) σουδάριον < λατινική sudarium

Ουσιαστικό

σουδάρι ουδέτερο (& σουδάριο)

  1. το μαντίλι
  2. το μαντίλι με το οποίο σκέπαζεται το πρόσωπο του νεκρού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.