μαντίλιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μαντίλιον τὰ μαντίλι
      γενική τοῦ μαντιλίου τῶν μαντιλίων
      δοτική τῷ μαντιλί τοῖς μαντιλίοις
    αιτιατική τὸ μαντίλιον τὰ μαντίλι
     κλητική ! μαντίλιον μαντίλι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαντιλίω
γεν-δοτ τοῖν  μαντιλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαντίλιον < (άμεσο δάνειο) λατινική mantilium / mantelium, υποκοριστικό του mantile / mantele < manus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *man-

Ουσιαστικό

μαντίλιον ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.