φουλάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φουλάρι | τα | φουλάρια |
| γενική | του | φουλαριού | των | φουλαριών |
| αιτιατική | το | φουλάρι | τα | φουλάρια |
| κλητική | φουλάρι | φουλάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Φουλάρι μεταξωτό δεμένο στο λαιμό.
Ετυμολογία
- φουλάρι < (άμεσο δάνειο) γαλλική foulard (προφορά /fu.laʁ/) + -ι
Προφορά
- ΔΦΑ : /fuˈla.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φου‐λά‐ρι
Ουσιαστικό
φουλάρι ουδέτερο
Μεταφράσεις
φουλάρι
|
|
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.