καλεμκερί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλεμκερί τα καλεμκεριά
      γενική του καλεμκεριού των καλεμκεριών
    αιτιατική το καλεμκερί τα καλεμκεριά
     κλητική καλεμκερί καλεμκεριά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλεμκερί < (…) < περσική قلم ‎(qalam: γραφίδα) (< αρχαία ελληνική κάλαμος (αντιδάνειο)) + کاری ‎(kārī: χειροτεχνία, δεξιοτεχνία)

Ουσιαστικό

καλεμκερί ουδέτερο

Υπερώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.