μωρομάντιλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μωρομάντιλο | τα | μωρομάντιλα |
| γενική | του | μωρομάντιλου | των | μωρομάντιλων |
| αιτιατική | το | μωρομάντιλο | τα | μωρομάντιλα |
| κλητική | μωρομάντιλο | μωρομάντιλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

μωρομάντιλα σε σουπερμάρκετ
Ουσιαστικό
μωρομάντιλο ουδέτερο
- είδος χαρτομάντιλου εμποτισμένου με κάποιο υγρό καθαρισμού ή απολύμανσης, που χρησιμοποιείται, κυρίως, για τον καθαρισμό μωρών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.