μητρορραγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μητρορραγία | οι | μητρορραγίες |
| γενική | της | μητρορραγίας | των | μητρορραγιών |
| αιτιατική | τη | μητρορραγία | τις | μητρορραγίες |
| κλητική | μητρορραγία | μητρορραγίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μητρορραγία < μήτρα + ρήγνυμι (θέμα -ραγ-)
Μεταφράσεις
μητρορραγία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.