τοκετός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τοκετός | οι | τοκετοί |
| γενική | του | τοκετού | των | τοκετών |
| αιτιατική | τον | τοκετό | τους | τοκετούς |
| κλητική | τοκετέ | τοκετοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τοκετός < αρχαία ελληνική τοκετός < τίκτω
Προφορά
- ΔΦΑ : /to.ceˈtos/
Ουσιαστικό
τοκετός αρσενικό
- (ιατρική) η διαδικασία με την οποία γεννιέται ένα παιδί, καθώς εξέρχεται από το σώμα της μητέρας του με τις εξωθήσεις της μήτρας, η γέννα
- ↪ φυσιολογικός / πρόωρος τοκετός
- ※ Στο πρώτο στάδιο του τοκετού διακρίνονται δύο φάσεις, η λανθάνουσα και η ενεργητική. Η λανθάνουσα φάση χαρακτηρίζεται από ήπιες ωδίνες της μήτρας και διαρκεί περίπου έξι ώρες στην πρωτότοκο και τέσσερις ώρες στην πολύτοκο. (Δυστοκία και μαιευτικές επιπλοκές κατά τον τοκετό ivf-embryo.gr, ανακτήθηκε στις 15/4/2023 )
- (μεταφορικά) το στάδιο κατά το οποίο κάτι αποκτά ύπαρξη
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
τοκετός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.