παραμήτριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραμήτριος η παραμήτριος
& παραμήτρια
το παραμήτριο
      γενική του παραμήτριου της παραμήτριου
& παραμήτριας
του παραμήτριου
    αιτιατική τον παραμήτριο την παραμήτριο
& παραμήτρια
το παραμήτριο
     κλητική παραμήτριε παραμήτριε
& παραμήτρια
παραμήτριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραμήτριοι οι παραμήτριοι
& παραμήτριες
τα παραμήτρια
      γενική των παραμήτριων των παραμήτριων των παραμήτριων
    αιτιατική τους παραμήτριους τις παραμήτριους
& παραμήτριες
τα παραμήτρια
     κλητική παραμήτριοι παραμήτριοι
& παραμήτριες
παραμήτρια
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παραμήτριος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική parametrial + -ιος < parametrium < αρχαία ελληνική παρά + μήτηρ

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.raˈmi.tri.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παραμήτριος

Επίθετο

παραμήτριος, -α, -ο

  1. (ανατομία, ιατρική) που βρίσκεται δίπλα ή κοντά στη μήτρα
  2. (ουσιαστικοποιημένο) παραμήτριο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.