έντερο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έντερο τα έντερα
      γενική του εντέρου
& έντερου
των εντέρων
    αιτιατική το έντερο τα έντερα
     κλητική έντερο έντερα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
απεικόνιση του ανθρώπινου εντέρου

Ετυμολογία

έντερο < αρχαία ελληνική ἔντερον. Συγκρίνετε με το άντερο.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈen.de.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έντερο
παλιότερος συλλαβισμός: έντερο

Ουσιαστικό

έντερο ουδέτερο

  • (ανατομία) το τμήμα του πεπτικού σωλήνα από το στομάχι ως τον πρωκτό
    το λεπτό έντερο και το παχύ έντερο

Συγγενικά

  • εντερο-, εντερ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εντερο- στο Βικιλεξικό
  • γαστρεντερο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γαστρεντερο- στο Βικιλεξικό

και

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.