καλούπι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλούπι τα καλούπια
      γενική του καλουπιού των καλουπιών
    αιτιατική το καλούπι τα καλούπια
     κλητική καλούπι καλούπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλούπι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kalıp < αραβική قَالِب (qālib) < ελληνιστική κοινή καλόπους / αρχαία ελληνική καλάπους (αντιδάνειο) < κᾶλον + πούς

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈlu.pi/

Ουσιαστικό

καλούπι ουδέτερο

  1. κατασκευή ή εξάρτημα το οποίο χρησιμοποιείται για να χυθεί μέσα σε αυτό ένα ρευστό υλικό, να πήξει εκεί μέσα, ώστε να πάρει το συγκεκριμένο σχήμα για το οποίο σχεδιάστηκε, και μετά να αφαιρεθεί
  2. πρότυπο που χρησιμοποιείται στην κατασκευή πολλών πανομοιότυπων αντιγράφων με χαμηλό κόστος

Συνώνυμα

  • ξυλότυπος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.