έμβρυο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | έμβρυο | τα | έμβρυα |
| γενική | του | εμβρύου & έμβρυου |
των | εμβρύων |
| αιτιατική | το | έμβρυο | τα | έμβρυα |
| κλητική | έμβρυο | έμβρυα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έμβρυο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔμβρυον < ἐν + βρύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈeɱ.vɾi.o/
Ουσιαστικό
έμβρυο ουδέτερο
Σύνθετα
- εμβρυο- όπως:
- εμβρυογένεση
- εμβρυοκτονία
- εμβρυολογία
- εμβρυόσακος
- εμβρυοσκόπηση
- εμβρυοτομή
- εμβρυουλκός
-
έμβρυο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.