παραμητρίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παραμητρίτιδα | οι | παραμητρίτιδες |
| γενική | της | παραμητρίτιδας | των | παραμητρίτιδων |
| αιτιατική | την | παραμητρίτιδα | τις | παραμητρίτιδες |
| κλητική | παραμητρίτιδα | παραμητρίτιδες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραμητρίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική parametritis < parametrium < αρχαία ελληνική παρά + μήτηρ
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.miˈtɾi.ti.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐μη‐τρί‐τι‐δα
Μεταφράσεις
παραμητρίτιδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.