παραμητρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραμητρικός | η | παραμητρική | το | παραμητρικό |
| γενική | του | παραμητρικού | της | παραμητρικής | του | παραμητρικού |
| αιτιατική | τον | παραμητρικό | την | παραμητρική | το | παραμητρικό |
| κλητική | παραμητρικέ | παραμητρική | παραμητρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραμητρικοί | οι | παραμητρικές | τα | παραμητρικά |
| γενική | των | παραμητρικών | των | παραμητρικών | των | παραμητρικών |
| αιτιατική | τους | παραμητρικούς | τις | παραμητρικές | τα | παραμητρικά |
| κλητική | παραμητρικοί | παραμητρικές | παραμητρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παραμητρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική parametrial + -ικός < parametrium < αρχαία ελληνική παρά + μήτηρ
Μεταφράσεις
παραμητρικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.