ενδομήτριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενδομήτριος | η | ενδομήτρια & ενδομήτριος |
το | ενδομήτριο |
| γενική | του | ενδομήτριου & ενδομητρίου |
της | ενδομήτριας & ενδομητρίου |
του | ενδομήτριου & ενδομητρίου |
| αιτιατική | τον | ενδομήτριο | την | ενδομήτρια & ενδομήτριο |
το | ενδομήτριο |
| κλητική | ενδομήτριε | ενδομήτρια & ενδομήτριε |
ενδομήτριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενδομήτριοι | οι | ενδομήτριες & ενδομήτριοι |
τα | ενδομήτρια |
| γενική | των | ενδομήτριων & ενδομητρίων |
των | ενδομήτριων & ενδομητρίων |
των | ενδομήτριων & ενδομητρίων |
| αιτιατική | τους | ενδομήτριους & ενδομητρίους |
τις | ενδομήτριες & ενδομητρίους |
τα | ενδομήτρια |
| κλητική | ενδομήτριοι | ενδομήτριες & ενδομήτριοι |
ενδομήτρια | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενδομήτριος < ενδο- (< ένδον) + μήτρ(α) + -ιος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική intra-utérin < νεολατινική endometrium [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /en.ðoˈmi.tɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐δο‐μή‐τρι‐ος
Επίθετο
ενδομήτριος, -ος, -ο
- (ιατρική) αυτός που βρίσκεται ή εξελίσσεται στο εσωτερικό της μήτρας
- ↪ ενδομήτρια ζωή, ανάπτυξη, λοίμωξη κλπ
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ενδομήτριο (ουσιαστικό)
Μεταφράσεις
ενδομήτριος
Αναφορές
- ενδομήτριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.