χαρακτική

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χαρακτική < (μαρτυρείται από το 1888) ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου χαρακτικός < χαράσσω

Ουσιαστικό

χαρακτική θηλυκό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

χαρακτική

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.