εξωμήτριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξωμήτριος | η | εξωμήτρια & εξωμήτριος |
το | εξωμήτριο |
| γενική | του | εξωμήτριου & εξωμητρίου |
της | εξωμήτριας & εξωμητρίου |
του | εξωμήτριου & εξωμητρίου |
| αιτιατική | τον | εξωμήτριο | την | εξωμήτρια & εξωμήτριο |
το | εξωμήτριο |
| κλητική | εξωμήτριε | εξωμήτρια & εξωμήτριε |
εξωμήτριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξωμήτριοι | οι | εξωμήτριες & εξωμήτριοι |
τα | εξωμήτρια |
| γενική | των | εξωμήτριων & εξωμητρίων |
των | εξωμήτριων & εξωμητρίων |
των | εξωμήτριων & εξωμητρίων |
| αιτιατική | τους | εξωμήτριους & εξωμητρίους |
τις | εξωμήτριες & εξωμητρίους |
τα | εξωμήτρια |
| κλητική | εξωμήτριοι | εξωμήτριες & εξωμήτριοι |
εξωμήτρια | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξωμήτριος < εξω- + μήτρ(α) + -ιος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική extra-utérin [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ksoˈmi.tɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξω‐μή‐τρι‐ος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
εξωμήτριος
|
Αναφορές
- εξωμήτριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.