μεταλλουργία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταλλουργία οι μεταλλουργίες
      γενική της μεταλλουργίας των μεταλλουργιών
    αιτιατική τη μεταλλουργία τις μεταλλουργίες
     κλητική μεταλλουργία μεταλλουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεταλλουργία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική métallurgie < νεολατινική metallurgia < ελληνιστική κοινή μεταλλουργῶ[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /me.ta.luɾˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεταλλουργία

Ουσιαστικό

μεταλλουργία θηλυκό

  1. (μεταλλουργία) o τεχνικός και οικονομικός κλάδος που ασχολείται με την παραγωγή και κατεργασία καθαρών μετάλλων και κραμάτων.
  2. βιοτεχνική ή βιομηχανική μονάδα που επεξεργάζεται το μέταλλο και παράγει μεταλλικά αντικείμενα (βλ. μεταλλοτεχνείο, μεταλλοτεχνία)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.