λύση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λύση οι λύσεις
      γενική της λύσης* των λύσεων
    αιτιατική τη λύση τις λύσεις
     κλητική λύση λύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λύσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λύση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λύ(σις) + -ση < λύω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈli.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λύση

Ουσιαστικό

λύση θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του λύνω
  2. αποδέσμευση, απαλλαγή
  3. εύρεση του ζητούμενου σε πρόβλημα, αίνιγμα κτλ.
    η λύση του προβλήματος
  4. κατάργηση, ακύρωση νομικού ή ηθικού δεσμού
    η λύση του συμβολαίου
  5. κανονισμός, διευθέτηση (ενός ζητήματος)
  6. έκβαση, τερματισμός της υπόθεσης ενός λογοτεχνήματος

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις λύνω και λύω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.