αποδέσμευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποδέσμευση | οι | αποδεσμεύσεις |
| γενική | της | αποδέσμευσης* | των | αποδεσμεύσεων |
| αιτιατική | την | αποδέσμευση | τις | αποδεσμεύσεις |
| κλητική | αποδέσμευση | αποδεσμεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποδεσμεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποδέσμευση < αποδεσμεύω + -ση
Ουσιαστικό
αποδέσμευση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αποδεσμεύω
- (πληροφορική) η απελευθέρωση μνήμης που προηγουμένως είχε δεσμευθεί για κάποια εργασία
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.