λύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

λύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λύνω
  2. θα λύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λύνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

λύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του λύση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.