solution

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
solution solutions

Ουσιαστικό

solution (en)

  1. η λύση, η επίλυση
    This is the best solution to our problem.
    Αυτή είναι η καλύτερη λύση στο πρόβλημά μας.
    The problem allows for two different solutions.
    Το πρόβλημα επιδέχεται δύο διαφορετικές λύσεις.
    The workers asked the government for the solution to their problems.
    Οι εργαζόμενοι ζήτησαν από την κυβέρνηση την επίλυση των προβλημάτων τους.
     δείτε τη λέξη resolution
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το διάλυμα, υγρό στο οποίο διαλύεται κάτι
    a solution of salt - διάλυμα αλατιού
  3. (μη μετρήσιμο) η διάλυση, η πράξη του διαλύω
    the solution of salt in water - η διάλυση του αλατιού στο νερό

Πηγές



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
solution solutions

Ουσιαστικό

solution (fr) θηλυκό

  1. (για μια άσκηση ή ένα πρόβλημα) η λύση
  2. (στη φυσική ή χημεία) το διάλυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.