εξαπόλυση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξαπόλυση οι εξαπολύσεις
      γενική της εξαπόλυσης* των εξαπολύσεων
    αιτιατική την εξαπόλυση τις εξαπολύσεις
     κλητική εξαπόλυση εξαπολύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαπολύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξαπόλυση < εξαπολύω + -ση < μεσαιωνική ελληνική ἐξαπολύω < ἐξ + αρχαία ελληνική ἀπολύω

Ουσιαστικό

εξαπόλυση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.