λυσιτελής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λυσιτελής | η | λυσιτελής | το | λυσιτελές |
| γενική | του | λυσιτελούς* | της | λυσιτελούς | του | λυσιτελούς |
| αιτιατική | τον | λυσιτελή | τη | λυσιτελή | το | λυσιτελές |
| κλητική | λυσιτελή(ς) | λυσιτελής | λυσιτελές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λυσιτελείς | οι | λυσιτελείς | τα | λυσιτελή |
| γενική | των | λυσιτελών | των | λυσιτελών | των | λυσιτελών |
| αιτιατική | τους | λυσιτελείς | τις | λυσιτελείς | τα | λυσιτελή |
| κλητική | λυσιτελείς | λυσιτελείς | λυσιτελή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λυσιτελής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λυσιτελής
Προφορά
- ΔΦΑ : /li.si.teˈlis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λυ‐σι‐τε‐λής
Επίθετο
λυσιτελής, -ής, -ές
- κατάλληλος για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου τέλους σε μία δεδομένη κατάσταση
- ↪ Περιγράψτε τις ενέργειες στις οποίες θα προβείτε για τη λυσιτελή υλοποίηση του έργου.
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- λυσιτέλεια
- λυσιτελώ
Πηγές
- λυσιτελής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λυσιτελής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | λυσιτελής | τὸ | λυσιτελές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | λυσιτελοῦς | τοῦ | λυσιτελοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | λυσιτελεῖ | τῷ | λυσιτελεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | λυσιτελῆ | τὸ | λυσιτελές | ||
| κλητική ὦ! | λυσιτελές | λυσιτελές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | λυσιτελεῖς | τὰ | λυσιτελῆ | ||
| γενική | τῶν | λυσιτελῶν | τῶν | λυσιτελῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | λυσιτελέσῐ(ν) | τοῖς | λυσιτελέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | λυσιτελεῖς | τὰ | λυσιτελῆ | ||
| κλητική ὦ! | λυσιτελεῖς | λυσιτελῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λυσιτελεῖ | τὼ | λυσιτελεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | λυσιτελοῖν | τοῖν | λυσιτελοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
λυσιτελής, -ής, -ές, συγκριτικός :λυσιτελέστερος, υπερθετικός : λυσιτελέστατος
- που πληρώνει τα έξοδα, τα οφειλόμενα
- χρήσιμος, λυσιτελής, ωφέλιμος
- ≠ αντώνυμα: ἀλυσιτελής
Παράγωγα
- ἀλυσιτέλεια
- ἀλυσιτελής
- λυσιτέλεια
- λυσιτελέω / λυσιτελῶ
- λυσιτελούντως
- λυσιτελῶς
- πανλυσιτελής
Αναφορές
Πηγές
- λυσιτελής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λυσιτελής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.