έκλυση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | έκλυση | οι | εκλύσεις |
| γενική | της | έκλυσης* | των | εκλύσεων |
| αιτιατική | την | έκλυση | τις | εκλύσεις |
| κλητική | έκλυση | εκλύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εκλύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έκλυση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔκλυ(σις) (απαλλαγή, αδυναμία) + -ση < ἐκλύω (ελευθερώνω) < ἐκ (έκ-) + λύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.kli.si/
- ομόηχο: έκκληση
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐κλυ‐ση
- παλιότερος συλλαβισμός : έκ‐λυ‐ση
Ουσιαστικό
έκλυση θηλυκό
- απελευθέρωση ύλης ή ενέργειας στο περιβάλλον
- έκλυση αερίων, δηλαδή, η έξοδος αερίων από κάποιο υγρό ή και στερεό σώμα
- ≈ συνώνυμα: αποδέσμευση
- (λόγιο) ηθική εκτροπή (ιδίως σεξουαλική)
- ≈ συνώνυμα: εξαχρείωση ηθών
- έκλυση ηθών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.