αιμόλυση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αιμόλυση | οι | αιμολύσεις |
| γενική | της | αιμόλυσης* | των | αιμολύσεων |
| αιτιατική | την | αιμόλυση | τις | αιμολύσεις |
| κλητική | αιμόλυση | αιμολύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αιμολύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αιμόλυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hémolyse < αρχαία ελληνική αἷμα (αἱμό-) + λύσις [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈmo.li.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐μό‐λυ‐ση
Ουσιαστικό
αιμόλυση θηλυκό
- (ιατρική) αρρώστια του αίματος κατά την οποία τα ερυθρά αιμοσφαίρια δεν έχουν αιμοσφαιρίνη
- άλλες μορφές: αιμολυσία
Αναφορές
- αιμόλυση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.