έκβαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έκβαση οι εκβάσεις
      γενική της έκβασης* των εκβάσεων
    αιτιατική την έκβαση τις εκβάσεις
     κλητική έκβαση εκβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έκβαση < (καθαρεύουσα) έκβασις < (ελληνιστική κοινή) ἔκβασις

Ουσιαστικό

έκβαση θηλυκό

  1. Ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο ολοκληρώνεται μια υπόθεση, διαδικασία, προσπάθεια, αγώνας κ.λπ.
  2. Το που καταλήγει μια υπόθεση, διαδικασία, προσπάθεια, αγώνας κ.λπ.

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.