απόλυση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόλυση οι απολύσεις
      γενική της απόλυσης* των απολύσεων
    αιτιατική την απόλυση τις απολύσεις
     κλητική απόλυση απολύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απολύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

1,2,3 απόλυση < αρχαία ελληνική ἀπόλυσις < ἀπολύω < ἀπό + λύω < (σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Εntlassung
4 απόλυση < μεσαιωνική ελληνική ἀπόλυσις < αρχαία ελληνική ἀπόλυσις

Ουσιαστικό

απόλυση θηλυκό

  1. ο διωγμός ενός εργαζομένου από την εργασία του (μόνιμα)
  2. η αποφυλάκιση, η απελευθέρωση
  3. η λήξη της θητείας ενός στρατιώτη και η χορήγηση σ’ αυτόν του απολυτηρίου
  4. (λαϊκότροπο) (θρησκεία) το τέλος της Θείας Λειτουργίας (η άλλης ακολουθίας) και η συνακόλουθη αποχώρηση των πιστών από το ναό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.