απόλυση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απόλυση | οι | απολύσεις |
| γενική | της | απόλυσης* | των | απολύσεων |
| αιτιατική | την | απόλυση | τις | απολύσεις |
| κλητική | απόλυση | απολύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, απολύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- 1,2,3 απόλυση < αρχαία ελληνική ἀπόλυσις < ἀπολύω < ἀπό + λύω < (σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Εntlassung
- 4 απόλυση < μεσαιωνική ελληνική ἀπόλυσις < αρχαία ελληνική ἀπόλυσις
Ουσιαστικό
απόλυση θηλυκό
- ο διωγμός ενός εργαζομένου από την εργασία του (μόνιμα)
- η αποφυλάκιση, η απελευθέρωση
- η λήξη της θητείας ενός στρατιώτη και η χορήγηση σ’ αυτόν του απολυτηρίου
- (λαϊκότροπο) (θρησκεία) το τέλος της Θείας Λειτουργίας (η άλλης ακολουθίας) και η συνακόλουθη αποχώρηση των πιστών από το ναό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.