διάλυση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάλυση οι διαλύσεις
      γενική της διάλυσης* των διαλύσεων
    αιτιατική τη διάλυση τις διαλύσεις
     κλητική διάλυση διαλύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαλύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διάλυση < αρχαία ελληνική διάλυσις

Ουσιαστικό

διάλυση θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαλύω
  2. (κοινά) η νομική ή οικονομική λύση μιας επιχείρησης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.