διάλυση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διάλυση | οι | διαλύσεις |
| γενική | της | διάλυσης* | των | διαλύσεων |
| αιτιατική | τη | διάλυση | τις | διαλύσεις |
| κλητική | διάλυση | διαλύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διαλύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διάλυση < αρχαία ελληνική διάλυσις
Ουσιαστικό
διάλυση θηλυκό
Μεταφράσεις
διάλυση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.